κατοπτήρ

κατοπτήρ
κατοπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.)
2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ- τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι-οπτήρ, επ-οπτήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατοπτήρ — κατόπτης one who visits masc nom sg κατοπτήρ spy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτήριος — α, ο (Α κατοπτήριος, ον) [κατοπτήρ] κατοπτευτήριος* …   Dictionary of Greek

  • κατοπτῆρας — κατόπτης one who visits masc acc pl κατοπτήρ spy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτῆρες — κατόπτης one who visits masc nom/voc pl κατοπτήρ spy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτῆρι — κατόπτης one who visits masc dat sg κατοπτήρ spy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτῆρος — κατόπτης one who visits masc gen sg κατοπτήρ spy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτήρων — κατόπτης one who visits masc gen pl κατοπτήρ spy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”