- κατοπτήρ
- κατοπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.)2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ- τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι-οπτήρ, επ-οπτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.